Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γίνομαι κομμάτια

  • 1 разлетаться

    разлетаться
    несов
    1. (улетать) πετὤ
    2. (разбиваться) разг γίνομαι κομμάτια:
    \разлетаться на куски γίνομαι κομμάτια·
    3. перен (рассеиваться, исчезать) διασκορπίζομαι/ πετῶ (άμετ.) (о мечтах и т. п.):
    \разлетаться как дым ἐξανεμίζομαι, πετῶ·
    4. (о полах одежды, волосах и т. л.) κυματίζω.

    Русско-новогреческий словарь > разлетаться

  • 2 разорвать

    разорвать 1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια' σπάνω (о верёвке и т. л.) 2) (отношения) διακόπτω \разорваться 1) σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, σπάνω (о веревке υ τ. η.) 2) (о бомбе) σκάνω, εκρηγνύομαι
    * * *
    1) ξεσχίζω, κάνω κομμάτια; σπάνω (о верёвке и т. п.)
    2) ( отношения) διακόπτω

    Русско-греческий словарь > разорвать

  • 3 рвать

    рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал
    -ла, рвало
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ δυνατά, απότομα•

    не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.

    || βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•

    буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•

    рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.

    || κόβω• μαζεύω•

    рвать цветы κόβω λουλούδια•

    рвать ветки κόβω κλαδιά.

    2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•

    рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.

    3. μτφ. διακόπτω•

    рвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. ανατινάζω• σπάζω•

    здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.

    5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).
    6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).
    εκφρ.
    рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•
    рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.
    1. με τραβά απότομα.
    2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.
    3. κόβομαι•

    телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.

    4. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.

    5. σκάζω•

    рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.

    6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•

    рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•

    ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.

    || μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.
    рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.
    (απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвать

  • 4 разлетаться

    1. (в различных направлениях) διασκορπίζομαι 2. (рассыпаться на части) γίνομαι κομμάτια/θρύψαλα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разлетаться

  • 5 разорваться

    1) σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, σπάνω (о верёвке и т. п.)
    2) ( о бомбе) σκάνω, εκρηγνύομαι

    Русско-греческий словарь > разорваться

  • 6 изорваться

    изорвать||ся
    (κατα)ξεσκίζομαι, σχίζομαι, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > изорваться

  • 7 лепешка

    лепеш||ка
    ж
    1. (из теста) ἡ πίττα, ἡ λαγάνα·
    2. (лекарственная) ἡ παστίλλια, τό χάπι· ◊ расшибиться в \лепешкаку γίνομαι κομμάτια (γιά νά πετύχω κάτι).

    Русско-новогреческий словарь > лепешка

  • 8 раздробляться

    раздроблять||ся
    1. (разбиваться) θρυμματίζομαι, γίνομαι κομμάτια·
    2. (разделяться, расчленяться) (κατά) κομματιάζομαι, διαμελίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > раздробляться

  • 9 расшибаться

    расшибать||ся
    μωλωπίζομαι, χτυπώ (ά^ετ.)-◊ \расшибатьсяся в лепешку разг τσακίζομαι, γίνομαι κομμάτια.

    Русско-новогреческий словарь > расшибаться

  • 10 рассыпать

    -плю, -плешь, προστκ. рассыпь ρ.σ.μ.
    1. (δια)σκορπίζω, διασπείρω• χύνω•

    рассыпать по скатерти соль χύνω το αλάτι στο τραπεζομάντηλο•

    всю муку она -ла на пол όλο το αλεύρι αυτή το έχυσε στο πάτωμα•

    рассыпать уголь σκορπίζω το κάρβουνο•

    рассыпать сено σκορπίζω το χόρτο.

    2. ρίχνω•

    рассыпать муку по мешкам ρίχνω αλεύριστα τσουβάλια.

    3. (για μαλλιά) αφήνω να πέσουν, να κρέμονται.
    4. αραιώνω•

    рассыпать роту δίνωαραιά διάταξη στο λόχο.

    1. (δια)σκορπίζομαι, διασπείρομαι.
    2. πέφτω, γίνομαι κομμάτια, κομματιάζομαι.
    3. (για μαλλιά) πέφτω, κρέμομαι•

    е волосы -лись прядами по плечам τα μαλλιά της έπεφταν μπούκλες στους ώμους.

    4. (για πλήθος, κοπάδι) φεύγω προς διάφορες κατευθύνσεις• σκορπίζω, -ομαι• χωρίζομαι, κατανέμομαι, μοιράζομαι•

    охотники -лись по лесу οι κυνηγοί σκόρπισαν στο δάσος.

    5. διαχέομαι• αναλύομαι•

    рассыпать в коплиментах κάνω πολλά κοπλιμέντα•

    рассыпать в похвалах εγκωμιάζω πολύ, πλέκω εγκώμια.

    6. ηχώ (διακοφτά, τρεμουλιαστά). || διαδίδομαι, ακούομαι (για γέλιο, κελάηδημα κ.τ.τ.).
    ρ.δ.
    βλ. рассыпать.
    βλ. рассыпаться.

    Большой русско-греческий словарь > рассыпать

  • 11 часть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μέρος (του όλου), τμήμα•

    часть долга μέρος του χρέους•

    часть здания τμήμα του κτιρίου.

    2. μέλος•

    часть тела μέλος του σώματος.

    3. το μερίδιο, το μερτικό•

    я взял свою часть εγώ πήρα το μερίδιο μου.

    4. το εξάρτημα•частьи часов τα μέρη του ωρολογίου•

    сборка -ей συναρμολόγηση των μερών•

    часть запасныечастьи τα ανταλλακτικά.

    5. η πλευρά•

    художественная часть произведения το καλλιτεχνικό μέρος του έργου.

    6. μέρος(υποδιαίρεση)•

    роман в пяти -ях с эпилогом μυθιστόρημα σε πέντε μέρη με επίλογο.

    7. τμήμα, τομέας•

    часть санитарная -υγειονομικό τμήμα•

    учебная часть διδακτικός τομέας•

    хозяйственная часть οικονομικός τομέας.

    8. (στρατ.) τμήμα•

    пехотныечастьи τμήματα πεζικού.

    9. τμήμα πόλης.
    10. αστυνομικό τμήμα.
    11. παλ. η τύχη.
    εκφρ.
    в тойчастьи – σ αυτόν το βαθμό•
    почастьи ή вчастьи – σχετικά, σε σχέση (με)•
    львиная часть – η μερίδα του λιονταριού-частьи речи (γραμμ.) τα μέρη του λόγου•
    часть благую часть избратьπαλ. μτφ. παίρνω την καλύτερη απόφαση (ευβουλία)- войти ή вступить в -•, быть вчастьи παίρνω μέρος, συμμετέχω•
    разрываться начастьи – γίνομαι κομμάτια (ασχολούμαι ταυτόχρονα με πολλές δουλειές)•
    рвать начастьи – ενοχλώ με διάφορα ζητήματα.

    Большой русско-греческий словарь > часть

  • 12 часть

    част||ь
    ж
    1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:
    \часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·
    2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:
    санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·
    3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:
    воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια

    Русско-новогреческий словарь > часть

  • 13 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

См. также в других словарях:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • οστρακώ — ὀστρακώ όω (Α) [όστρακον] 1. θρυμματίζω, κάνω κάτι θρύψαλα, μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια σαν θρύψαλα σπασμένου αγγείου 2. κάνω κάτι σκληρό σαν όστρακο («τὸ δε πῡρ... καὶ δέρμα καίει καὶ ὀστρακοῑ», Αριστοτ.) 3. στρώνω μια επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»